- γνωρίμως
- επίρρ.βλ. γνώριμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωρίμως — γνώριμος well known adverbial γνώριμος well known masc acc pl (doric) γνώριμος well known adverbial γνώριμος well known masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος … Dictionary of Greek